σοβατίζω

σοβατίζω
σοβατίζω και σουβαντίζω και σοβαντίζω σοβάτισα, σοβατίστηκα, σοβατισμένος, ρίχνω σοβά στους τοίχους: Πρώτα θα σοβατίσει το σπίτι και μετά θα το βάφει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σοβατίζω — σοβατίζω, σοβάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοβατίζω — και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak] …   Dictionary of Greek

  • διαλείφω — (AM) [αλείφω] επαλείφω, χρίω αρχ. 1. εξαλείφω, απαλείφω 2. ασβεστώνω, σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά …   Dictionary of Greek

  • σοβαντίζω — Ν βλ. σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σουβαδίζω — Ν βλ. σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σοβαντίζω — βλ. σοβατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουβαντίζω — βλ. σοβατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”