σοβατίζω — σοβατίζω, σοβάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σοβατίζω — και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak] … Dictionary of Greek
διαλείφω — (AM) [αλείφω] επαλείφω, χρίω αρχ. 1. εξαλείφω, απαλείφω 2. ασβεστώνω, σοβατίζω … Dictionary of Greek
σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά … Dictionary of Greek
σοβαντίζω — Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σουβαδίζω — Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σοβαντίζω — βλ. σοβατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβαντίζω — βλ. σοβατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)